- πολλαπλασιάζω
- μετ.1) множить, увеличивать (богатство и т. п.); 2) перен. множить, усиливать (старания); 3) мат. умножать, множить;
πολλαπλασιάζω δέκα επί πέντε — умножать десять на пять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολλαπλασιάζω δέκα επί πέντε — умножать десять на пять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολλαπλασιάζω — multiply pres subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάζω — πολλαπλασιάζω, πολλαπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολλαπλασιάζω — πολλαπλασίασα, πολλαπλασιάστηκα, πολλαπλασιασμένος 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα: Μέσα σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασε την περιουσία του. 2. εντείνω, αυξαίνω: Πολλαπλασιάζω τις ενέργειές μου. 3. (μαθημ.), κάνω την πράξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολλαπλασιάζω — ΝΜΑ [πολλαπλάσιος] 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.) 3. μτφ. πληθύνω (α.… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιάζῃ — πολλαπλασιάζω multiply pres subj mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres ind mp 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσουσιν — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 3rd pl (epic) πολλαπλασιάζω multiply fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσω — πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 1st sg πολλαπλασιάζω multiply aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολλαπλασιασμένον — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπολλαπλασιασμένων — πολλαπλασιάζω multiply perf part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιαζομένων — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp fem gen pl πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιαζόμενον — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc acc sg πολλαπλασιάζω multiply pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)